- πατητής
- ο, ΝΑ [πατώ]1. αυτός που πατάει τα σταφύλια στο πατητήρι για να βγει το γλεύκος, ο μούστος2. αυτός που συσκευάζει με συμπίεση ξηρούς καρπούς, βαμβάκι, άχυρα κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πατητής — ο θηλ. πατήτρια 1. αυτός που πατάει τα σταφύλια. 2. αυτός που κάνει τα καπνά δέμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατηταῖς — πατητής one who treads masc dat pl πατητός trodden fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατηταί — πατητής one who treads masc nom/voc pl πατητός trodden fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατητοῦ — πατητής one who treads masc gen sg πατητός trodden masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατητῶν — πατητής one who treads masc gen pl πατητός trodden fem gen pl πατητός trodden masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՀՆՁԱՆԱՀԱՐ — (ի, աց.) NBH 2 0108 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c գ. πατητής τοῦ λήνου, ληνοβάτης calcator, torculator. Որ հարկանէ այսինքն կոխէ զհնձան. հնծան կամ խաղող կոխօղը. *Իբրեւ հնձանահարի՝ լիոյ հնձանի կոխելոյ. Ես. ՟Կ՟Գ. 1 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)